- ἥλικες
- ἧλιξof the same agemasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ισοφόρος — ἰσοφόρος, ον (Α) αυτός που φέρει ή έλκει ίσα βάρη «βόες ἥλικες... ἰσοφόροι», Ομ.Οδ).. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + φόρος (< φέρω), πρβλ. δρεπανη φόρος, καρπο φόρος. Η παροξυτονία προσδίδει στο συνθ. ενεργ. σημασία] … Dictionary of Greek